- τοιχορραγής
- -ές, Νφρ. «τοιχορραγής κάψα»βοτ. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, όπως είναι ο καρπός τών γενών βιόλα, πρίμουλα, τουλίπα κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχος + -ρραγής (< θ. ῥαγ- τού ῥήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-ρράγ-ην), πρβλ. αιμο-ρραγής].
Dictionary of Greek. 2013.